Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: γυμνός + κώλος
Οι έχοντες γυμνούς κώλους στην παραλία (αυτοί που δεν φορούν μαγιό, οι γυμνιστές)
μτφ. οι φτωχοί