Βρέθηκε το λήμμα
γυμνουκώλ'δις (οι)

Ετυμολογία: γυμνός + κώλος

  1. Οι έχοντες γυμνούς κώλους στην παραλία (αυτοί που δεν φορούν μαγιό, οι γυμνιστές)

  2. μτφ. οι φτωχοί