Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. γκρίζος
Ψιλό μαλλί, χειροποίητο από μαλλί προβάτου με το οποίο πλέκουν κάλτσες και φανέλες