Βρέθηκε το λήμμα
γρίζα (η)

Ετυμολογία: μσν. γκρίζος

  • Ψιλό μαλλί, χειροποίητο από μαλλί προβάτου με το οποίο πλέκουν κάλτσες και φανέλες