Βρέθηκε το λήμμα
γούτσπας (ι)
  1. Υπόλειμμα χορταρένιας σκούπας, ύστερα από χρήση ετών

  2. μτφ. για ένα κοντόχοντρο άτομο

    • -Εμ, πού πήγι τσι κ' ήβρι; Στραβώστσι του μουρό μ'; Φκη είνι ένας γούτσπας!