Βρέθηκε το λήμμα
γριτζανίζου
  • Τρώγω κάτι με θόρυβο (π.χ. παξιμάδια)

    • Ι πικ'κός γριτζανίζ' του ξύλου = ο ποντικός τρώει το ξύλο .