Βρέθηκε το λήμμα
γριντίδκου (του)
  • Ό,τι δεν έχει τοποθετηθεί σωστά ή η κατασκευή που δεν είναι καλή

    • -Π.χ. γριντίδκους κοίχους, γριντίδκα τσιραμίδια