Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ιταλ. grado < λατιν . gradus = βήμα, βάθρο, βαθμός
Μετρητής πυκνότητας υγρών, βαθμός (πυκνότητας)