Βρέθηκε το λήμμα
γραγούδα (η)
  1. Πήλινο δοχείο χωρίς χερούλια ειδικό για το βράσιμο κουκιών

  2. μτφ. το φαλακρό κεφάλι

    • -Ας κόψου μια πας κη γραγούδας = θα σου δώσω μια πάνω στο φαλακρό κεφάλι σου.