Βρέθηκε το λήμμα
ασίκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. â şık

  • Ασίκης = παλικάρι, γενναίος, εραστής, κομψός

Σχετικές λέξεις
ασίκ'κους (ι)