Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ανυπότακτος, ζωηρός, ξεδιάντροπος. Στον έρωτα: ο σεξουαλικά ασυγκράτητος.