Βρέθηκε το λήμμα
άρπαμα (του)
  1. Κάτι που συνήθως το αρπάζουμε, το κλέβουμε

  2. Ανεπιθύμητη, χωρίς τη θέληση του ζευγαριού, εγκυμοσύνη

  3. Παιδί που δε μοιάζει στον πατέρα του (με σκωπτική διάθεση), μπάσταρδος

    • -Τούτου του μουρό ε μοιάζ' τ' μπαμπά τ', μπας τσ' είνι κάνα άρπαμα, λέου