Βρέθηκε το λήμμα
άρναμους (ι)
  1. Το ξάφνιασμα, η δυσάρεστη εντύπωση ύστερα από ένα απρόσμενο κακό γεγονός, ζάλη.

    • -Μούρθι άρναμους = μου ήρθε ίλιγγος
  2. Καταστροφή

    • -Ούλα γίν'κασ' άρναμους = καταστράφηκαν όλα