Βρέθηκε το λήμμα
αρουκάν'στους (ι)

Ετυμολογία: α στερητ. + μσν. ρουκανίζω + στος (κατάλ.)

  • Ο μη ροκανισμένος, με ανωμαλίες στην επιφάνειά του

    • -Αρουκάν'στου ξύλου