Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Το υπόλοιπο του ποτού που μένει στο ποτήρι αφού πιει κάποιος από αυτό (από - πιόμα)