Βρέθηκε το λήμμα
άπλις (οι)
  • Μεγάλες, ανοιχτές εκτάσεις (άπλες)

    • -Μντά, τ'ς άπλις πώχ'ς συ σ'κώνουν τσι κατό πρόβατα!