Βρέθηκε το λήμμα
αξέσαστους (ι)

Ετυμολογία: α στερητ. + ξε + σάζω (= ισιώνω, ευθυγραμμίζω, τακτοποιώ)

  • Απροετοίμαστος, ανέτοιμος, απεριποίητος