Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: α στερητ. + ξε + σάζω (= ισιώνω, ευθυγραμμίζω, τακτοποιώ)
Απροετοίμαστος, ανέτοιμος, απεριποίητος