Βρέθηκε το λήμμα
αξπόλ'τους (ι)
  1. Ξυπόλυτος, ανυπόδητος

  2. μτφ. φτωχός, ενδεής

    • -Αρχόντασ' τσι Μυτιλινοί. Κουστουμαρσμέν' τσ' αξπόλτ!