Βρέθηκε το λήμμα
ξιντουμανιάζου
  1. Διώχνω τον καπνό

  2. Ξεθολώνει το μυαλό μου

    • -Εν αντέχου άλλου. Α νέβγου όξου να ξιντουμανιάσ' του τσιφάλι μ'