Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. ξύγγι(ον)
Πάχος, λίπος
Το έλλειμμα, η ζημιά, το χάσιμο
μτφ. ξινό στη φράση: