Βρέθηκε το λήμμα
ξισπουριαίνου
  1. Βγάζω τους σπόρους

  2. μτφ. αδυνατίζω, χάνω δυνάμεις, γερνώ

    • -Ε Μήτρου, πότι α μπαντριφκείς μπε; Άμα ξισπουριάν'ς;

    • -Ξισπουριάναμι πλιά = δεν έχουμε δυνάμεις, γεράσαμε