Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ξερός + τρόχαλος < αρχ. επίθ. τροχαλός (= λίθος που έγινε στρογγυλός από το νερό)
Τοίχος πρόχειρα χτισμένος (συνήθως λιθοδομή, χωρίς τσιμέντο, λάσπη κ.τ.λ.)