Βρέθηκε το λήμμα
μανιαβέλα (η)

Ετυμολογία: ιταλ. manovella, τουρκ. manıvelâ

  • Σιδερένια βέργα «σπασμένη» σε δυο ορθές γωνίες και με κατάλληλη υποδοχή στο τέλος για ενεργοποίηση μηχανής αυτοκινήτων