Βρέθηκε το λήμμα
μανιαγούδα (ι)
  • Μαϊμού, πονηρός, κατεργάρης, καπάτσος.

    • -Είνι μια μανιαγούδα ι Γιώργ'ς!. Έ τουν ξιγιλάς!