Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: υποκορ. του μτγν. μάμμος (= οικέτης, σπιτικός δούλος)
Έντομο που προσβάλλει τα όσπρια
Το ενεργητικό άτομο, αυτός που δεν σταματά καθόλου, ο δουλευταράς