Βρέθηκε το λήμμα
μαμούδ (του)

Ετυμολογία: υποκορ. του μτγν. μάμμος (= οικέτης, σπιτικός δούλος)

  1. Έντομο που προσβάλλει τα όσπρια

  2. Το ενεργητικό άτομο, αυτός που δεν σταματά καθόλου, ο δουλευταράς