Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Στουπί βουτηγμένο σε πετρέλαιο ή καμένο μηχανέλαιο. Είδος πυρσού, κατάλληλο για νυχτερινό ψάρεμα (πυροφάνι) ή για ζέσταμα κρύας επιφάνειας.