Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. μανίζω, αρχ. μαίνομαι
Κακιώνω, διακόπτω σχέσεις από θυμό ή φιλονικία