Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. βούρλον < μτγν. βρούλλον (= φυτό βάλτων) > βρουλ + ίδα (κατάλ.)
Πλεξίδα μαλλιών και άλλων προϊόντων (σκόρδων)