Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: βρομώ > βρομούσα
Δύσοσμο φυτό και είδος εντόμου που μυρίζει άσχημα (αρχ. τίλφη)