Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: βόλος με ανάπτυξη προθετ σ από τη συνεκφορά ένας βόλος
Ο σβόλος (μικρή μάζα από χώμα ή οποιαδήποτε άλλη ύλη)