Βρέθηκε το λήμμα
βουλά (η)
  • Φορά, κάποτε

    • -Κι άλλ' βουλά πιο πουλλά = Την άλλη φορά πιο πολλά

    • -Μια βουλά (μια φορά, κάποτε) είχα ένα γάιδαρου τσι κούτσινι