Βρέθηκε το λήμμα
βούλγαρους (ι)
  • μτφ. αυτός που δεν παίρνει από λόγια, ο ξεροκέφαλος, ο αμετάπειστος

    • -Τούτους είνι βουλγάρ'κου τσιφάλ'