Βρέθηκε το λήμμα
γούλα (η)

Ετυμολογία: λατιν. gula = λαιμός, οισοφάγος

  • Ξύλινο στέλεχος του αλετριού που πάει ως τον ζυγό

Σχετικές λέξεις
βούλα αλετριού