Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: λατιν. gula = λαιμός, οισοφάγος
Ξύλινο στέλεχος του αλετριού που πάει ως τον ζυγό