Βρέθηκε το λήμμα
βίνιου-βίνιου
  • Η επιδεικτική κίνηση. Αυτός που περπατά κινούμενος επιδεικτικά

    • -Τούκ' κάν' βίνιου-βίνιου = Αυτή (η γυναίκα) κουνιέται πολύ.

    • -Βίνιου μπρος τσι βίνιου πίσου = την παρακουνάει την ουρά της (για γυναίκα)

    • -Κάν' βίνιου-βίνιου = κουνάει την ουρά της, παρσεύγιτι (βλ. λ. παρσεύγουμι)