Βρέθηκε το λήμμα
βουλ'μένους (ι)
  • Που έχει υποχωρήσει, έχει βουλιάξει

    • -Αλλού οι στσιπές βουλ'μένες αλλού τα ντουβάρια πισμένα
Σχετικές λέξεις
βουλ'μάδα (η)