Βρέθηκε το λήμμα
βουλαχκήρα (η)
  • Μεγάλο, σαν κουπί, ξύλο, που φέρει στο κάτω μέρος του ένα εξόγκωμα. Το χρησιμοποιούν στην παρασκευή του τραχανού.