Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
μτφ. εξαντλημένος, ξεθεωμένος, ξεζουμισμένος (βλ. και λ. «πστάδ»)