Βρέθηκε το λήμμα
ξ'λάρμινους (ι)

Ετυμολογία: ξύλο + αρχ. άρμενον (= πανί του πλοίου)

  1. Επίθ. που αναφέρεται σε ιστιοφόρο που πλέει με μαζεμένα τα πανιά σε περίπτωση καταιγίδας

  2. μτφ. άνθρωπος που αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες στη ζωή χωρίς να μπορεί να αντιδράσει