Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ξερός + ακας (κατάλ. Μεγεθ) > ξέρακας
Άγονο χωράφι
Το ξερό κλαδί του δένδρου ή και ολόκληρο δέντρο