Βρέθηκε το λήμμα
ξέραγκας (ι)

Ετυμολογία: ξερός + ακας (κατάλ. Μεγεθ) > ξέρακας

  1. Άγονο χωράφι

  2. Το ξερό κλαδί του δένδρου ή και ολόκληρο δέντρο