Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Σιδερένια λίμα τσαγκάρηδων για να «τρώνε» τις ξύλινες πρόκες που περνούσαν μέσα στο παπούτσι
Εργαλείο ξυλουργών που τρίβει (τρώει) το ξύλο.