Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: ξε (επιτακτικό ρημάτων) + αδειάζω < αρχ. άδεια (= ελευθερία)
Βρίσκω ελεύθερο χρόνο