Βρέθηκε το λήμμα
ξ'λώνουμι
  1. Ξελογιάζομαι, χαζεύω, αφαιρούμαι

  2. Κάνω κάτι για να περνώ την ώρα μου

    • -Άιντι μουρά μ' πουρπατούτι τσι μη ξ'λουνώστι τσ' έχουμι πουλύ δρόμου ακόμα

    • -Ξ'λώθ'κα μι τ'ς δ'λειές τσι τόκαψα του φαγί πούχα πα σκ' φουκιά

    • -Έβαλα ένα μπαχτσιδέλ' για να ξ'λώνουμι