Βρέθηκε το λήμμα
μυρουδιά (η)
  • μτφ. ο μεζές, π.χ. στη φράση:

    • -Να, μόλις τέλειουσι του λιμουνάτου, κάτσι να σ' βάλου μια μυρουδιά να του πουγιφτείς (να το δοκιμάσεις)