Βρέθηκε το λήμμα
μπρουμ'τώ
  • Ρίχνω κάτω με τη φάτσα προς το έδαφος ή πέφτω μπρούμυτα.

    • -Τουν μπρουμύκσι τσ' ύστιρα τόρξι πράμα! = τον έριξε κάτω και ύστερα του έδωσε πολύ ξύλο