Βρέθηκε το λήμμα
μπρουστνέλα (η)

Ετυμολογία: μσν. μπροστέλα (=προφυλακή) + έλα (κατάλ.)

  1. Η ποδιά που φορούσαν οι γυναίκες αλλά και οι άνδρες (μπακάληδες, καφετζήδες κ.τ.λ.

  2. Το πρόβατο που οδηγεί το κοπάδι