Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. μπροστέλα (=προφυλακή) + έλα (κατάλ.)
Η ποδιά που φορούσαν οι γυναίκες αλλά και οι άνδρες (μπακάληδες, καφετζήδες κ.τ.λ.
Το πρόβατο που οδηγεί το κοπάδι