Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μσν. μουλάριον
Μουλάρι = ημίονος
μτφ. άνθρωπος πεισματάρης ή αναίσθητος