Βρέθηκε το λήμμα
μ'τζούρα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. τουρκ. mucur = καρβουνόσκονη

  1. Μουντζούρα, μαυρίλα, καπνιά, αιθάλη

    • -Έχ' μια μ'τζούρα πα στου κούτιλου τ'!
  2. μτφ. ντροπή

    • -Μας έβαλι μ'τζούρα! = Μας ντρόπιασε!