Βρέθηκε το λήμμα
μ'λιάζου

Ετυμολογία: ιταλ. mollare

  • Μουσκεύω, διαβρέχω, μουλιάζω

    • - Πήγινα έκουβγα βιργιά, τάβαζα ξιρινόνταν, τα μούλιαζα τσ' έπλικα τα κουφίνια

    • -Μούλιασι για τα καλά = Βράχηκε για τα καλά