Βρέθηκε το λήμμα
μαγκώνου
  1. Στριμώχνω

  2. μτφ. πιάνω στα πράσα, τσακώνω

    • -Γάλια - γάλια μπε, μη φουνάζιτι, τσ' α μας ακούσ' ι Μπουχλής τσ' α νέρθ' να μας μαγκώσ'!