Βρέθηκε το λήμμα
μαγιασίλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. mayasil

  1. Έκζεμα δέρματος, αρρώστια στοματική που προσβάλλει ζώα και ανθρώπους

  2. μτφ. ακατάσχετη φλυαρία

    • -Μαγιασίλ' έφαγις τσ' ε του σφαλείς του στόμα σ';
  3. Στον πληθ. μαγιασίλια = βρωμιές