Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. mayasil
Έκζεμα δέρματος, αρρώστια στοματική που προσβάλλει ζώα και ανθρώπους
μτφ. ακατάσχετη φλυαρία
Στον πληθ. μαγιασίλια = βρωμιές