Βρέθηκε το λήμμα
γλί (του)

Ετυμολογία: μσν. γουλί < αρχ. άγλιον, υποκορ.του άγλις (= κεφαλή σκόρδου)

  1. Γουλί = ο βλαστός των χορταρικών και κυρίως το κοτσάνι των λαχανικών.

  2. μτφ. ξυρισμένο ή πολύ κοντά κουρεμένο κεφάλι, ώστε να φαίνεται το δέρμα

    • -Κουρεύτσι γλι