Βρέθηκε το λήμμα
γούργουλας (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. ή βυζαντ. γούργουρος < γούργουρας

  1. Παλιό πήλινο υδροδοχείο με τρυπητό στόμιο.

  2. μτφ. ο πολυλογάς