Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. ή βυζαντ. γούργουρος < γούργουρας
Παλιό πήλινο υδροδοχείο με τρυπητό στόμιο.
μτφ. ο πολυλογάς